Mάνα (Γερασίμου Μαρκορά)
Μάνα! – Δὲ βρίσκεται
λέξη κἀμμία
νἄχῃ στὸν ἦχο της
τόση ἁρμονία·
σὰν ποιὸς νὰ σ’ ἄκουσε
μὲ στῆθος κρύο.
Ὄνομα θεῖο;
Παιδὶ ἀπὸ σπάργανα
ζωμένο ακόμα,
μὲ χάρη ἀνοίγοντας
γλυκὰ τὸ στόμα,
γυρνάει στὸν ἄγγελο
ποῦ τ’ άγκαλιάζει
καί, μάνα, κράζει.
Στὸν κόσμο τρέχοντας
ὁ νέος διαβάτης,
πέφτει στ’ ἀγνώριστα
βρόχια τσ’ ἀπάτης,
καὶ, ἀναστενάζοντας,
μάνα μου! λέει,
μάνα! καὶ κλαίει.
Τῆς νειότης φεύγουνε
τ’ ἄνθια κ’ ἡ χάρη·
τριγύρω σέρνεται
μὲ ἀργὸ ποδάρι,
ὣς ποῦ στὴν κλίνη του,
σὰ βαρεμένος,
πέφτει ὁ καϋμένος.
Καί, πρὶν τὴν ὕστερη
πνοή του στείλῃ,
ἀργὰ ταράζονται
τὰ κρύα του χείλη,
καὶ μὲ τὸ – Μάνα μου! –
πρώτη φωνή του,
πετᾷ ἡ ψυχή του.
Χρόνια πολλά, μητέρα, μανούλα, μαμά!